ἀντισπάσῃ

ἀντισπάσῃ
ἀντισπάσηι , ἀντίσπασις
revulsion
fem dat sg (epic)
ἀντισπά̱σῃ , ἀντισπάω
draw the contrary way
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀντισπά̱σῃ , ἀντισπάω
draw the contrary way
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
ἀντισπά̱σῃ , ἀντισπάω
draw the contrary way
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀντισπάω
draw the contrary way
aor subj mid 2nd sg
ἀντισπάω
draw the contrary way
aor subj act 3rd sg
ἀντισπάω
draw the contrary way
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιπάθεια — η (AM ἀντιπάθεια) αποστροφή, απέχθεια αρχ. μσν. 1. η αντίθεση, η αντίδραση 2. διαφορετική, αντίθετη επίδραση 3. το αντίδοτο 4. η ανταπόκριση των συναισθημάτων αρχ. 1. το να υφίσταται κάποιος κάτι αντίθετο (απ αυτό που θα τον ευχαριστούσε) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αντιπαθώ — (AM ἀντιπαθῶ, έω) [αντιπαθής] νεοελλ. αισθάνομαι αντιπάθεια για κάποιον αρχ. μσν. έρχομαι σε αντίθεση, αντιδρώ μσν. χρησιμεύω ως αντιφάρμακο αρχ. 1. επηρεάζομαι 2. δέχομαι αντίθετη επίδραση 3. (Μετρ.) εμφανίζω αντιπάθεια*, αντίσπαση του ρυθμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”